Κονσέρτο για γομολάστιχες – Σχετικά με την ταινία: «Παληκάρι – Ο Louis Tikas και η σφαγή στο Ludlow»

Πρόσφατα έκανε την εμφάνιση του -εδώ θα λέγαμε κανονικά βγήκε στις αίθουσες αλλά μάλλον προς τιμήν του δεν βγήκε μόνο στις αίθουσες, αλλά αντιθέτως μέχρι στιγμής έχουν γίνει προβολές σε διάφορους χώρους σε όλη τη χώρα και όλες χωρίς αντίτιμο από όσο μπορώ να γνωρίζω- το ντοκιμαντέρ Palikari – Louis Tikas and the Ludlow Massacre σε σκηνοθεσία Νίκου Βεντούρα και δημοσιογραφική επιμέλεια Λαμπρινής Θωμά. Το ντοκιμαντέρ είναι μια προσπάθεια να ειπωθεί η ιστορία του Louis Tikas και της σφαγής στο Ludlow που έλαβε χώρα πριν από 100 ακριβώς χρόνια στις 20 Απριλίου του 1914.

Κριτικός κινηματογράφου δεν είμαι, και ούτε έχω όρεξη να γίνω, επομένως αυτό που θα ακολουθήσει δεν θα είναι μια κινηματογραφική κριτική. Πιθανά το ντοκιμαντέρ να ήθελε περισσότερα εξωτερικά πλάνα, ίσως να ήταν λίγο παραπάνω γραμμικό για τα γούστα μου και ίσως κάποιες εναλλαγές στην κινηματογράφηση να το βοηθούσαν έτσι ώστε να έχει περισσότερο παλμό σε κάποιο σημεία. Ωστόσο, η ιστορία είναι γοητευτική και ενδιαφέρουσα, οι συνεντεύξεις είναι δεμένες αρκετά καλά και παρόλο που υπάρχει συχνή ενάλλαγή στα πρόσωπα υπάρχει ένα πλαίσιο σαφές, κατανοητό και πολύ ωραία δεμένο παρόλες ίσως τις διαφορετικές οπτικές ή μάλλον ακριβώς για αυτό το λόγο.

Επίσης, θα αποφύγω και την αυστηρή πολιτική κριτική στο περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ, και αυτό όχι από κάποια ευγένεια. Το μεγαλύτερο ίσως ατόπημα στο θέμα του περιεχομένου, είναι, ότι κατά τη γνώμη μου απουσιάζει σχεδόν τελείως ο ρόλος, τα έργα και οι ημέρες της UMWA, της οργάνωσης των ανθρακωρύχων που βρισκόταν υπό από την επιρρόη της IWW και της εμβληματικής μορφής του Big Bill Haywood εκείνη την περίοδο. Προφανώς, όμως, όταν έχεις μπροστά σου ένα υλικό το οποίο είναι τόσο ξένο προς έναν θεατή σε αυτή τη χώρα, θα πρέπει να κάνεις και κάποιου είδους οικονομία. Ειδικά, όταν από μόνες τους η UMWA και η IWW είναι τόσο τεράστια κεφάλαια. Ακόμα, ίσως σε κάποια σημεία, να υπήρχαν έντονες διαφωνίες με εκτιμήσεις ή ιστορικές προβολές που έκαναν κάποιοι από τους συνεντευξιαζόμενους (από τις οποίες ίσως μια ηρωοποιήση του Louis Tikas να ήταν η πιο προβληματική). Αυτά όμως κάποια άλλη στιγμή, και σίγουρα δεν ακυρώνουν το αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως καταφέρνουν να δώσουν υλικό προς συζήτηση.

Οι απεργοί ανθρακωρύχοι στο Ludlow.

Οι απεργοί ανθρακωρύχοι στο Ludlow.

Το μεγαλύτερο επίτευγμα όμως του ντοκιμαντέρ δεν είναι ούτε απαραίτητα ούτε μόνο η μορφή του, ούτε μόνο το περιέχομένο του, αλλά -όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει με την πραγματικότητα- η διαλεκτική σχέση αυτών των δυο (μορφής και περιεχόμενου) είναι που αποτελούν την παρέμβαση του. Και η παρέμβαση αυτού του ντοκιμαντέρ είναι καταλυτική. Είναι καταλυτική, πρωτότυπη και θα έλεγα εξαιρετικά καινοφανής γιατί καταφέρνει να αποκαλύπτει μία κρυφή ιστορία που έχει θαφτεί και από τις δύο τις πλευρές: Ως μια ιστορία αγώνα μεταναστών εργάτών και εργατριών, είναι μια θαμμένη ιστορία και στον τόπο που έλαβε χώρα, αλλά και στον τόπο (ή στους τόπους) από τον οποίο προέρχονται οι μετανάστες. Δεν ξέρω τι από τα δύο είναι πιο λογικό ή πιο αναμενόμενο. Για την ιστορία, η σφαγή στο Ludlow αποτέλεσε ιστορικά την πιο θερμή και έντονη με κάθε τρόπο σύγκρουση εργατών και αφεντικών στις ΗΠΑ και το συνεπακόλουθο της, που ήταν ένας κανονικός ένοπλος πόλεμος μεταξύ εργατών και μπράβων των αφεντικών (ή της εθνοφυλακής που σχεδόν ήταν το ίδιο πράγμα), που απλώθηκε στο μισό Colorado, αποτέλεσε το σημείο καμπής ώστε να αρχίσουν να αναγνωρίζονται σε εθνικό επίπεδο στοιχειώδη εργατικά και εργασιακά δικαιώματα. Ίσως με αυτή την έννοια, να είναι πιο λογικό η σφαγή στο Ludlow να είναι μια θαμμένη ιστορία στις ΗΠΑ, παρά στην Ελλάδα απλά και μόνο επειδή κάποιοι έλληνες μετανάστες έλαβαν μέρος στα γεγονότα. Από την άλλη όμως, δε θα έπρεπε αυτή η ιστορία να είναι ζωντανή κάπου, σε ένα μέρος, σε ένα χρόνο και σε κάποιες μνήμες όπου η ταξικότητα αμβλύνεται; Δηλαδή, όλοι μας, όσοι έχουμε συγγενείς μετανάστες, μαθαίνουμε τις ιστορίες τους, ξέρουμε με έναν τρόπο τι έκαναν ή δεν έκαναν στον τόπο μετανάστευσης. Που πήγε η ιστορία του Ηλία Σπαντιδάκη όταν αυτός έγινε Louis Tikas; Αλίμονο. Ο μετανάστης, δεν νοείται να επιστρέψει χωρίς χρήμα και ιστορίες δόξας στον τόπο καταγωγής του. Ειδικά, ο μετανάστης που δεν “πρόκοψε” στην Αμερική, συχνά δεν έχει καμία πια πατρίδα. Έχουμε και εθνικούς μύθους να θρέψουμε. Και προφανώς οι εθνικοι μύθοι δεν θρέφονται με μετανάστες που δεν μεγαλούργησαν στο εξωτερικό. Απέναντι σε αυτά, το ντοκιμαντέρ Palikari – Louis Tikas and the Ludlow Massacre πετυχαίνει συντριπτικά κατάγματα: από την μια θυμίζει στην Αμερική μια ιστορία ταξικού πολέμου, από την άλλη θυμίζει στην Ελλάδα ότι οι μετανάστες της δεν ήταν πάντα “θείες απο το Σικάγο” ή επιτυχήμενοι τύποι που διέπρεψαν σαν τον Τέλη Σαβάλας…

Η εθνοφρουρά στην περίμετρο του καταυλισμού των απεργών έτοιμη να παρέμβει.

Η εθνοφρουρά στην περίμετρο του καταυλισμού των απεργών έτοιμη να παρέμβει.

O Utah Philips, ένας απο τους τελευταίους τροβαδούρους wobblies ή ορθότερα ένας ακόμα συνεχιστής της παράδοσης της αμερικάνικης ριζοσπαστικής folk μουσικής, σε κάποιον δίσκο του, εκεί που διηγείται τις ιστορίες του, εκεί που εξηγεί τις ιστορίες και τους αγώνες που κρύβονται πίσω από τα τραγούδια λεει και το εξής: “Η μνήμη είναι σήμερα η πιο ριζοσπαστική ιδέα στην Αμερική.” Σε ένα πρώτο άκουσμα, αυτή η πρόταση υποδηλώνει το προφανές, (τουλάχιστον σε κάποιον ακροατή της στα σύνορα Μέσης Ανατολής και Ευρώπης), αυτό που κωδικοποιείται στο γνωστό: Ο αγώνας ενάντια στη λήθη είναι αγώνας ενάντια στην εξουσία. Ωστόσο, σε μια πιο δεύτερη ματιά τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και τα νοήματα βαθαίνουν.

Την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, γνωστό και αυτό μάλλον. Αυτή βέβαια, είναι μία μάλλον μια αισιόδοξη προσέγγιση. Η πραγματικότητα είναι ότι οι νικητές δεν γράφουν την ιστορία, αλλά ότι οι νικητές την σβήνουν. Το τι μένει από αυτό το σβήσιμο καλό είναι να μην θεωρείται γραφή. Επίσης, ας έχουμε υπόψην μας, ότι δόθηκαν (και δίνονται κάθε στιγμή και στο παρόν) μάχες γύρω από το τί είναι “ιστορία”. Γύρω από το τι πρέπει να λεχθεί. Τι πρέπει να ειπωθεί και τι πρέπει να συνεχίσει να λέγεται και να πηγαίνει στόμα με στόμα, βιβλίο με βιβλίο, τραγούδι με τραγούδι από γενιά σε γενιά. Αυτό που δεν είναι γνωστό, αυτό που μάλλον μας διαφεύγει και αυτό που πολλές φορές το ξεχνάμε είναι ότι πολλά πράγματα συνεχίζονται, ότι το σβήσιμο που επιχειρείται ευτυχώς ποτέ δεν μπορεί να είναι πλήρες και ότι ναι μεν έχει καταστραφεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο λέγονται πράγματα, αλλά δεν έχουν καταστραφεί αυτά που έχουνε ειπωθεί. Ετσι, το λοιπόν ένα καθήκον που προκύπτει σε μας (σε μας που λέμε ότι θέλουμε να συνεχίσουμε, σε μας για τους οποίους η Ιστορία δεν έχει ξεκινήσει ακόμα να γράφεται, σε μας για τους οποίους φτιαχνόμαστε από το παρελθόν σε σχέση όμως με το μέλλον), είναι να ανασυσταθεί αυτό το πλαίσιο. Όχι εύκολη δουλειά, και σίγουρα όχι δουλειά ενός. Στις ΗΠΑ, κατα τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και την περίοδο του Red Scare, έγινε μια τρομερή προσπάθεια να εξαφανιστεί κάθε επιρροή και επίδραση κομμουνιστικής φύσης στην τέχνη, στην κουλτούρα, στον πολιτισμό, σε κάθε είδους ιστορία του παρελθόντος και γενικότερα μία ιστορικής εξαφάνισης κάθε ίχνους ενός από τα πιο μαζικά, επαναστατικά και καταλυτικά εργατικά και επαναστατικά κινήματα των βιομηχανικών κοινωνιών. Δεν είναι του παρόντος να είμαστε περισσότερο αναλυτικοί σε αυτό το θέμα καλλιτέχνες φιμώθηκαν, συνδικαλιστές εξοστρακίστηκαν, πανεπιστημιακοί περιθωριοποιήθηκαν και κυρίως απλοί άνθρωποι και καθημερινοί αγωνιστές ή έπρεπε να πειθαρχήσουν στο νέο πολιτικό δόγμα των ΗΠΑ ή αλλιώς τους περίμενε το κοινωνικό περιθώριο.

Θα είναι τα κινήματα της δεκαετίας του ΄60 τα οποία θα ανασυστήσουν αυτή τη σύνδεση των αγωνιζόμενων υποκειμένων με την ριζοσπαστική τους παράδοση, και αργότερα κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 θα επιταθεί αυτή η επανασύνδεση. Όμως εδώ υπάρχει ένα κενό. Η εξιστόρηση έχει διακοπεί βίαια από τα πάνω, και με ένα τρόπο η επανασύσταση της, η επανασύνδεση της ξαναγίνεται από τα πάνω. Χωρίς απαραίτητα αυτό να είναι κακό. Η ιστορία όμως υπάρχει, και είναι εκεί. Την κουβαλούν σιωπηλά από γενιά σε γενιά έναν αιώνα τώρα, γονείς σε παιδιά και μετά σε εγγόνια και μετά σε δισέγγονα. Με έναν τρόπο είναι μία σκοτεινή, κρυφή και αόρατη ιστορία. Και δεν είναι άλλη από την ιστορία της τάξης μας εν προκειμένω. Ιστορίες που δεν διδάσκονται στα σχολεία, ιστορίες που δεν χωράνε σε επίσημους εθνικούς μύθους εκατέρωθεν του Ατλαντικού, ιστορίες που δεν χωράνε σε καλούπια, κουτάκια, μπαούλα ή θυσαυροφυλάκια.

Τα ερείπια του καταυλισμού των απεργών μετά την επίθεση της εθνοφρουράς.

Τα ερείπια του καταυλισμού των απεργών μετά την επίθεση της εθνοφρουράς.

Στον Woody Guthrie, την πιο εμβληματική μορφή της αμερικάνικης folk ριζοσπαστικής παράδοσης, χρωστάμε ίσως ένα μεγάλο κομμάτι της διατήρησης αυτής της μνήμης, ή μάλλον και αυτής της μνήμης, καθότι όλη του η τραγοδοποίια είναι γεμάτη με αναφορές σε εργατικούς αγώνες. Αναφορικά με το τραγουδι Ludlow Massacre, όπως ονομάζεται, ο ίδιος αναφέρει: «Το έγραψα το τραγούδι σα να ήμουν σε εκείνο το σημείο την μέρα που έγινε η σφαγή. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις ένα τέτοιο τραγούδι. Αν διαβάσει κανείς το έργο ζωής της Mother Ella Reeves Bloor ‘We Are Many’ θα καταλάβει την ιστορία της σφαγής στο Ludlow, θα βρεθεί εκεί, θα το ζήσει. Η σφαγή στο Ludlow ήταν μια απο τις εκατοντάδες μάχες που δόθηκαν για να φτιαχτουν εργατικά συνδικάτα. Θέλω να τραγουδήσω ένα τραγούδι για να δείξω στους στρατιώτες ότι δεν χρειαζέται να ξαναγίνουν σφαγές σαν αυτή του Ludlow που σκοτώθηκαν 13 παιδιά και μια έγκυος απλά και μόνο για να επιβάλλουν χαμηλότερους μισθούς.” Σε αυτό το μικρό απόσπασμα, βρίσκεται ίσως η πιο ζωντανή απόδειξη αυτού που προσπαθώ να πω. Το να λες ιστορίες, το να συνεχίσεις να λες ιστορίες είναι το ίδιο φτιάξιμο της ιστορίας. Είναι το ίδιο Ιστορία από μόνο του. Ο τραγουδοποιός είναι εκεί, είναι στο Ludlow το βράδυ που γίνεται η σφαγή, και το επισημαίνει: Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να γράψεις ένα τραγούδι, να πεις μια ιστορία, να αφηγηθείς κάτι. Αλλά, την ίδια στιγμή είναι και εδώ: επιχειρεί μια σύνδεση, επιχειρεί να ανοίξει το ζήτημα, όχι να το κλείσει σε ένα καλλιτεχνικό ή άλλο ντουλαπάκι. Εκεί νομίζω είναι και η χρυσή τομή, εκεί νομίζω είναι και το νόημα του πως πρέπει να φτιάχνουμε την Ιστορία. Ένας τρόπος που δεν σημαίνει καθόλου την επανασυναρμολόγηση της με βάση κάποιες επιστημονικές αρχές, ένας τρόπος που δε σημαίνει να την βάλεις στο κρεββάτι του Προκρούστη και να αρχίσεις να κόβεις ότι περισσεύει και να τεντώνει ότι δεν φτάνει και κυρίως ένας τρόπος που δεν σημαίνει κυρίως την αποσιώπηση, το σβήσιμο, τη διαγραφή και το πέταμα σε εκείνο τον καταραμένο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Ο μόνος τρόπος να κάνεις Ιστορία, είναι να ενωθούν οι πολλαπλές μικρές ιστορίες που θέλουν να την αποτελέσουν, να είναι ανοιχτές αυτές οι ιστορίες ώστε να βρίσκουν κοινά σημεία με τις άλλες, τις απέναντι, τις μακρινές. Και όταν δε μιλάμε για καλλιτεχνικά ή διανοητικά δημιουργήματα ο μόνος τρόπος να πουν μια Ιστορία, είναι να παίρνουν τα ποδαράκια τους και να βγαίνουν να συναντήσουν άλλες ανάλογες ιστορίες. Ο μόνος τρόπος εν ολίγοις να δημιουργηθεί Ιστορία, είναι να την δημιουργήσουν αυτοί που δημιουργούν ιστορίες.

Η κηδεία των θυμάτων της σφαγής στο Ludlow.

Η κηδεία των θυμάτων της σφαγής στο Ludlow.

Και είναι αυτό ίσως το πιο δυνατό σημείο το ντοκιμαντέρ του Νίκου Βεντούρα και της Λαμπρινής Θωμά. Είναι το ότι πετυχαίνει εκείνη τη συνάντηση μεταξύ της προφορικής ιστορίας ενός εργατικού αγώνα, μιας ταξικής σύγκρουσης με το πλαίσιο της, με την γραφή της και με την εξίστορηση της πια ως Ιστορία. Είναι εκείνο το σημείο στο ντοκιμαντέρ, όπου τα κόκκινα μαντήλια στο μνημείο του Louis Tikas και των νεκρών του Ludlow που βάζουν απόγονοι των ανθρακωρύχων για να τιμήσουν τη μνήμη τους είναι και δικά μας μαντήλια. Είναι εκείνο το σημείο, όπου το ντουφέκι που πήρε ο παπους πριν απο 100 χρόνια για να υπερασπιστεί την κοινότητα του αγώνα που έδωσε και το οποίο πηγαίνει από γενιά σε γενιά γίνεται και δικό μας τουφέκι. Είναι ακριβώς εκείνο το σημείο, όπου αναγνωρίζουμε κοινά σημεία, ενώσεις και προσαρμογές. Από τις ιστορίες, στην Ιστορία. Από τα πολλά στο ένα, που είναι πολλά και είναι ο μόνος τρόπος να είναι ένα.

Ένα λιθαράκι, μία σταγόνα, ένας κόκκος άμμου.

1 thoughts on “Κονσέρτο για γομολάστιχες – Σχετικά με την ταινία: «Παληκάρι – Ο Louis Tikas και η σφαγή στο Ludlow»

  1. […] τη συνέντευξη στον βα αλ τη συνέντευξη του Νίκου Βεντούρα για το ντοκιμαντέρ […]

Αφήστε απάντηση στον/στην Ήμασταν κάποτε μετανάστες | Marionettes Inc. Ακύρωση απάντησης